- ποτιψαύω
- ποτιψαύω1 attain to c. dat. τοῦτο γὰρ ἀθανάτοις τιμαῖς ποτιψαύει μόνον fr. 121. 3.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ποτιψαύω — Α (δωρ. τ.) προσψαύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + ψαύω «αγγίζω»] … Dictionary of Greek